26.7.17

εντός χαρακτήρα, εντός καθρέφτη

[...]αλλά συγχρόνως είπα στον εαυτό μου πως έχουμε πάντα πολύ μεγάλες απαιτήσεις απ'όλους και απ'όλα, τα πάντα μας φαίνονται ανεπαρκή, ατελή, ερασιτεχνικά, τίποτα δεν μας ικανοποιεί. η νοσηρή μου τελειομανία είχε βγει άλλη μία φορά στην επιφάνεια. απαιτούμε πάντοτε από τους άλλους το ανώτατο, το πληρέστατο, το πλέον θεμελιώδες και ασυνήθιστο, και αρρωσταίνουμε κυριολεκτικά, επειδή αυτό που κυριαρχεί είναο το κατώτερο, το επιφανειακό και το συνηθισμένο. μια τέτοια στάση δεν προωθεί τον άνθρωπο, αλλά τον σκοτώνει. βρίσκουμε σε κάθε βήμα μας την παρακμή, ενώ ελπίζουμε στην άνθηση, βλέπουμε παντού την απελπισία, ενώ έχουμε μέσα μας την ελπίδα - αυτό είναι το λάθος μας και η δυστυχία μας. απαιτούμε παντοτε τα πάντα, ενώ φυσικά εκείνα που μπορούμε να ζητήσουμε είναι ελάχιστα, κι αυτό μας καταθλίβει. θέλουμε να δουμε κάποιον άνθρωπο να φτάνει στην κορυφή του βουνού, κι αυτός τσακίζεται ήδη στους πρόποδές του. θέλουμε να κατακτήσουμε τα πάντα, και δεν κατακτούμε απολύτως τίποτα. έχουμε από τις εαυτούς μας πολύ μεγάλες απαιτήσεις και δεν παίρνουμε διόλου υπ'όψη μας την ανθρώπινη φύση, που δεν είναι φτιαγμένη για πολύ μεγάλες απαιτήσεις. το παγκόσμιο πνεύμα υπερτιμά  κατά κάποιον τρόπο το ανθρώπινο πνεύμα. αποτυγχάνουμε πάντα, επειδή τοποθετούμε τους στόχους μας μερικές εκατοντάδες τοις εκατό ψηλότερα απ'ό,τι αναλογεί στο μπόι μας. κι έτσι βλέπουμε, όταν βλέπουμε, παντού όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας, μόνο αποτυχημένους που έχουν βάλει πολύ υψηλούς στόχους. όμως από την άλλη, σκέφτηκα, που θα φτάναμε αν θέταμε πολύ χαμηλούς στόχους?[...]

τόμας μπέρνχαρντ, μπετόν, σελίδα 100-101, μετάφραση αλέξανδρου ίσαρη, εκδόσεις βιβλιοπωλείον της εστίας.

9.7.17

ούτε φέτος

ας υποθέσουμε οτι θα προσπαθήσω να βάλω τα πράγματα σε μία σειρά, όποια σειρά και αν είναι αυτή:

προχθές, πάλι κάπου ανάμεσα σε ένα σημείο που δεν με παίρνει ο ύπνος από την υπερένταση και δεν με παίρνει ο ύπνος από το άγχος και τις τύψεις, συνειδητοποίησα το εξής:

δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή που με κάνει πιό χαρούμενο από την σκέψη ότι σιχαίνομαι τους άλλους ανθρώπους, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, και επίσης, δεν μπορώ να θυμηθώ καμία στιγμή στη ζωή μου που να ήθελα να μοιραστώ απευθείας την χαρά μου με κάποιον. χμμμ. 

όμως, η πραγματική συνειδητοποίηση ήταν λίγο πιο πέρα: παρόλο που σιχαίνομαι τους ανθρώπους (με πρώτο πρώτο εμένα προφανώς), για κάποιο λόγο (ο οποίος μάλλον είναι εντελώς μπροστά μου και δεν τον βλέπω καθαρά), έχω στηρίξει κάθε υποψία χαράς και εδραίωση κάποιου επιτεύγματος, πάντα σε σχέση με το τι κάνουν οι άλλοι, και αυτό εκφράζεται μέσα από την πιό αγνή του μορφή, που δεν είναι τίποτα άλλο από απλή ζήλια και φθόνο και ζήλια και φθόνο, από αυτήν την ζήλια που σε κάνει να μη μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ, γιατί ξεκινάει να σου καίει το στομάχι και έπειτα απλώνεται συνέχεια σε όλες τις κατευθύνσεις συγχρόνως. 

ότι καλό κι αν έχω κάνει στη ζωή μου, πάντα το συγκρίνω με κάτι καλύτερο που έκανε κάποιος άλλος, και απευθείας το μειώνω, τα πάντα τα πάντα τα πάντα, από τα πιό απλά μέχρι τα πιό μεγάλα.

όχι μόνο τραγούδια και δίσκους και συναυλίες δηλαδή. αλλά και το γεγονός ακόμα ότι έχω παιδί, παντα σκέφτομαι "ναι αλλά αυτός δεν έχει παιδί, έχει πάρει σίγουρα πιό σωστή απόφαση από μένα", αλλά και ανάποδα, αν δεν είχα παιδί σίγουρα θα σκεφτόμουν "να δες αυτός, έχει παιδί όμως, πόσο πιό σωστός είναι στις αποφάσεις του από μένα"

νιώθω ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεφύγω από αυτό, μέχρι πρόσφατα πίστευα με σιγουριά ότι είναι ο αγνος επαρχιωτισμός που έχω μέσα μου που φταίει, αλλά αλήθεια δεν ξέρω τελικά, αλήθεια δεν ξέρω, και δεν ξέρω καν από που να το πιάσω. έχω φτάσει σημείο να είναι οι μέρες αβάσταχτες, σε συνδυασμό με καθυστέρηση στον τρόπο εργασίας, με αφόρητη ζέστη, με κιλά που ανεβοκατεβαίνουν (πάλι οι άλλοι και ο καθρέφτης εδώ, στην πιό κάθετη μορφή τους μάλλον, σίγουρα μάλλον), και ως εκει στο άπειρο.

ο θαυμασμός μου για ανθρώπους είναι απλώς μία ζηλία που απλώς έχει μείνει για πάντα στον έρωτα και στην αγάπη και δεν έφυγε ποτέ από εκεί, ή και το αντίθετο. 

η ζήλια και ο φθόνος είναι σαν να κουβαλάω πάντα μαζί μου τέσσερις παραμορφωτικούς καθρέφτες και να κοιτιέμαι μέσα τους και κάθε φορά να πιστεύω ότι ο επόμενος θα δείξει την πραγματικότητα, αλλά το πρόβλημα είναι ότι έχω τον έναν να κοιτάζει τον άλλον. 

το μίσος μου για τους ανθρώπους είναι μάλλον μίσος για την ανικανότητα μου και την αληθινή έλλειψη αυτοσεβασμού, και κυρίως βλαβερή και επικινδυνη ανασφάλεια, που ενώ θα μπορούσε να απογειωθεί σε εδάφη στέρεα, απλώς έρχεται κάθε φορά και συγκρούεται με έναν εγκέφαλο αληθινό πουρέ. σαν πάπλωμα που ενώ φαινεται απαλό, όταν το σκεπάζεσαι δεν μπορείς να το ξεκολλήσεις από πάνω σου.

και τέλος, ακόμα δεν έχω συνηθίσει στην αθήνα, και το πιό σοβαρό ερώτημα ή/και ζήτημα δεν είναι το αν εχω συνηθίσει την ιδέα της ελλάδας, αλλά αν έχω συνηθίσει την ιδέα της πατρότητας, και αυτό είναι το πιό δολοφονικό από όλα. 

ακόμα δουλεύω τον δίσκο, και μάλλον με δουλεύει αυτός, γιατί κάπου μέσα σε όλα αυτά, προχθές έσπασα ένα κόκκαλο στο πέλμα μου, ή μάλλον στην πάνω πλευρά του πέλματος, δηλαδή στο πόδι μου, και τις 3 επόμενες συναυλίες θα τις κάνω αναγκαστικά ημικαθιστός, και δεν ξέρω καν πως θα μπορέσω να δουλεψω όπως πρέπει στο σπίτι, αλλά ναι, ας χάσω ακόμα αλλές εκατόν εβδομήντα νύχτες σκεφτόμενος πόσο καλύτεροι και πόσο πιό υγιείς και πόσο πιό άνετοι με τα λεφτά τους και πόσο πιό λεπτοί και πόσο πιο χαρούμενοι και πόσο πιό ανέμελοι είναι όλοι οι άλλοι, μέχρι να μπλεχτούν τα όνειρα μου με την ζωντανή ζωή μου, όποια κι αν είναι αυτή, μέχρι να γίνουν ένα όλοι οι φόβοι μου με όλες τις ανικανότητες μου, μέχρι να είναι όλο αυτό ένα, ένα μεγάλο μαζεμένο τίποτα, και απλώς να βουτάω μέσα του και να νιώθω τα πάντα, δηλαδή να νιώθω μία τεράστια τεράστια αποτυχία, η οποία για πρώτη φορά θα τρώει εμένα αντί να την τρώω εγώ.

και ίσως μετά ξυπνήσω και δεν χρειαστεί να κάνω κάτι άλλο, εκτός από το να σκέφτομαι ότι ξύπνησα και είμαι μέσα στο τζιαρντίνι πούμπλιτσι για πάντα.