αλλά δεν ξέρω αν είναι μισές οι μέρες, ή αν είναι ο μισός χρόνος.
σιχασιά για τα πάντα, αλλά όχι επί της ουσίας αηδία, απλά μία ελεγχόμενη επίφαση σίχλας.
και δεν ξέρω αν θα μείνει αυτό. χμμ.
σκέφτομαι ότι οι στόχοι είναι εύκολο να μπαίνουν, τις περισσότερες φορές είναι ένα correlation μεταξύ ρεαλιστικού, εφικτού και ιδανικού. χωρίς να είναι τυχαίος ο τρόπος που τίθεται.
ο τρόπος που επιτυγχάνεται όμως είναι σίγουρα τυχαίος. αλλά και πάλι, μακάρι να μπορούσα να είμαι σίγουρος για κάτι, έστω για μία φορα, να μπορώ να πω με βεβαιότητα έστω και μισή κουβέντα. ζηλεύω πολύ τους ανθρώπους που το κάνουν με τόση άνεση.
αφού τελείωσα τους μαύρους ελάχιστα πιθανούς κύκνους του λιβανέζου, δεν ήξερα τι να διαβάσω. αλλά ευτυχώς έπεσα με τα μούτρα στο extinction του bernhard, και με έναν παράξενο τρόπο είναι ακριβώς το βιβλίο που περιγράφει τα συναισθήματα μου.
δεν είναι ότι έχω αηδιάσει με κάτι (το μόνο που σταθερά μου προκαλεί εμετό στη ζωή μου εδώ και τόσα χρόνια είναι ένα μέρος των συγγενών μου), αλλά νιώθω τόση ασφάλεια για όσα αποφασίζει να σύρει ο αφηγητής στην δική του οικογένεια. νιώθω τόσο όμορφα κοιτώντας αυτό τον τόσο ευρηματκό τρόπο με τον οποίο τους ξεφτιλίζει και τους μηδενίζει. όλο το βιβλίο είναι 2 κεφάλαια. το κάθε κεφάλαιο είναι μία ασταμάτητη παράγραφος. και όταν ξεκινάει δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ.
το καλοκαίρι είχα διαβάσει τον μίμο των φωνών και είχα σοκαριστεί με την γλώσσα. είχα περάσει αρκετό καιρό με φουλ μαξιμαλιστικά κείμενα, που σνόμπαρα οτιδήποτε θύμιζε απλότητα και ακρίβεια (σαν χωριάτης που είμαι). αλλά τώρα νιώθω σαν να με έχουν πάρει αγκαλιά και να με ξεχέζουν στα βρισίδια, και νιώθω τόσο οικεία, τόσο γαλήνιος.
--
συγχρόνως
--
ξεκίνησα πάλι την διπλωματική μου, την οποία την άφησα κάπου εκεί τον μάϊο του 2010, μαζί με την βαρκελώνη και την εικόνα της βαρκελώνης που μου άφησε τελικά πάνω από όλα ένα μικρό κομμάτι του 2666. νιώθω ότι με τις συγκυρίες που με κοπάνησαν εκεί, όποτε προσπαθώ να αναπωλήσω έστω και λίγο, είναι πρακτικά αδύνατο, γιατί πολύ απλά: ΠΙΑΝΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ.
θα ήταν καλό να καταλάβω κάποτε γιατί συμβαίνει αυτό.
νιώθω τόση χαρά που είμαι στο μιλάνο, και είμαι τόσο ευτυχισμένος που είμαι ολομόναχος και δεν έχω ούτε ενα φίλο μου εδώ. είμαι κάθε μέρα μόνος, ξυπνώντας, κάνοντας το πρόγραμμα μου, προσπαθώντας να κάνω διορθώσεις στο γίαρς ή να διαβάσω κάνα πέϊπερ, και μετά βγαίνω και κάνω τεράστιες βόλτες μέσα στην πόλη ολομόναχος, και με την απλή συνδυαστική μου σκέψη (που συγκρίνεται μόνο με την αντίστοιχη ενός κουνουπιού σε ικανότητα) θυμάμαι ότι εδώ ζούσε ο λούτσιο και νιώθω αρκετά χαρούμενος.
τελικά όντως, ο λούτσιο μπατίστι είναι ο ένας από τους δύο λόγους που μετακόμισα εδώ. αλλά και πάλι πως μπορείς να είσαι σίγουρος? ποτέ δεν θα είσαι σίγουρος.
25.1.12
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
nai einai san dream city
ΑπάντησηΔιαγραφή