μόλις τώρα ξύπνησα. ακόμα νυστάζω. σήμερα ειναι αργία εδώ.
ξαναήμουν φαντάρος, αλλά όχι στην ελλάδα, και ήταν πραγματικά άθλια. ήταν δυο-τρεις τύποι που με τυραννούσαν πάρα πολύ και με κουράζανε. δεν άντεχα. σκεφτόμουν πως θα φύγω. ένα βράδυ, απλά πήδηξα τα κάγκελα και έφυγα. ξυπόλητος. είχα στην τσέπη μου 20 ευρώ. ήταν πολύ εύκολο να φύγω τελικά. απλά το πήρα απόφαση.
μετά που ήμουν έξω σκεφτόμουν τα εξής: πως γίνεται να μην με δει κάποιος? πως γίνεται να βρω παπούτσια? που θα πάω τώρα? γιατί έφυγα? μήπως πρέπει να ξαναμπώ μέσα για να δικαιολογηθώ? και πως θα ξαναμπώ?
κάπου εκεί περπάταγα, έβρισκα παιδικές χαρές και λούναπαρκ με μικρά παιδάκια να παίζουν και να χαίρονται. εκεί που έψαχνα και κρυβόμουν για να μην με δει κάποιος, άνοιξα μια πορτα για να κρυφτώ, και ήταν ένα σπίτι από έλληνες. κατάλαβαν ότι ειμαι και γω ελληνας στην ξένη χώρα, αλλά δεν μου πρότειναν να κάτσω μέσα. η κυρία που με είδε απλά έκανε την πάπια και ξαναμπήκε μέσα.
λίγο πριν ξυπνήσω είχα χεστεί πάνω μου στην ιδέα του ότι δεν ξέρω που βρίσκομαι, και σκεφτόμουν όλους τους πιθανούς τρόπους για να μπω μέσα και πάλι. τουλάχιστον για να πάρω τα παπούτσια μου και κάνα ρούχο ακόμα γιατί είχα φύγει με τις φόρμες. για την ακρίβεια, με την κάτω φόρμα και το κοντομάνικο.
αλλά όσο ήμουν έξω όλα φάνταζαν πιό όμορφα. σαν να αποκτήσανε αξία και πάλι. ή έστω, σαν να απόκτησαν αξία και ομορφιά για πρώτη φορά.
σκέφτομαι ότι όσο δεν βλέπω στον ύπνο μου ότι έιμαι η λίλια από το λίλια φορ έβερ, δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι τόσο όταν ξυπνάω.
who are u τελικά;
ΑπάντησηΔιαγραφήειμαστε οτι ονειρευομαστε τελικα
ΑπάντησηΔιαγραφή