10.1.10

κρύο

ξύπνησα απότομα. ξυπνούσα κάθε τρείς ώρες αρχικά και μετά κάθε είκοσι λεπτά. ήταν ο χειρότερος ύπνος. σηκώθηκα και πήγα τρέχοντας να ξυριστώ, χεσμένος πάνω μου. δεν ήξερα τίποτα. δεν είχε ξημερώσει. ήταν τρομακτικά. είχα κοιμηθεί χωρίς σεντόνια, με τα ρούχα, και είχε ζέστη.

μετά από δυό μέρες ξάπλωνα, κοιτούσα τα δέντρα από πάνω μου, και εκείνη την στιγμή φύσηξε λίγο από το παράθυρο δίπλα μου. ήταν κυριακή, αλλά δεν άντεχα. ήρθες για λίγο και μετά έφυγες.

μετά ξαναήρθες, αλλά είχαν περάσει μέρες.

ο ύπνος στο ξενοδοχείο ήταν πιό τρομακτικός ακόμα από εκείνους τους πρώτους μου ύπνους. ξύπναγα κάθε μία ώρα, από την αρχή της βραδιάς. σηκώθηκα και έφυγα τρέχοντας, σχεδόν είχε ξημερώσει.

σαν να μας χωρίσανε με δύναμη και να έκανε θόρυβο. πάλι.

μετά ήρθα εγώ, και ήμουν χαρούμενος. ήμουν χαρούμενος για κάποιες μέρες. ήταν παράξενα όμως, ακόμα ξυπνούσα άτακτα τα βράδια. πάλι έτρεχα πριν ξημερώσει και έφευγα, τρομαγμένος.

ο τρόμος.

υπάρχουν φορές που ακούω τον θόρυβο που κάνουν τα μάτια μου, και προσπαθώ να καταλάβω τις αποφάσεις μου.

ξύπνησα και έφυγα και εσύ ήσουν ήδη έξω.

μετά ξαναβρεθήκαμε, έπαιρνα το λεωφορείο και κατέβαινα, μερικές φορές το αυτοκίνητο. άκουγα μουσική μόνος και ταξίδευα μόνος. και στο γυρισμό πάλι μόνος. και πάλι ταξίδια μέσα στις νύχτες.

μετά δεν κοιμόμουν. καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή για ώρες ατελείωτες. έξω χιόνιζε. τους κοιτούσα. έβγαζα το κρεβάτι από το ντουλάπι και έκλεινα τα μάτια.

τρόμαζα και σηκωνόμουν.

έπαιρνα το αυτοκίνητο και πήγαινα σπίτι και περίμενα πότε θα σε δω. σε έβλεπα, έμπαινα μέσα στο αυτοκίνητο και έφευγα.

και ξανακατέβαινα και ξαναέφευγα.

γύρναγα στο σπίτι, κοιμόμουν τα απογεύματα μόνος και κοιτούσα το ταβάνι. το κοιτούσα για ώρες. με έπαιρνε ο ύπνος με ανοιχτά μάτια. περπατούσα μόνος, άκουγα μουσική στον δρόμο, περπατούσα και κρύωνα και έσφιγγα τα δόντια μου δυνατά και τρίζανε.

μετά έφυγα πάλι και σε περίμενα. είχε κρύο αλλά σιγά σιγά ζέσταινε. ήμουν δύστροπος. ήμουν απογοητευμένος. είχα εμμονές. ήμουν δυστυχισμένος. περίμενα. περίμενα. έφευγα και πήγαινα σπίτι και το κρεβάτι ήταν μικρό και οι ύπνοι ήταν απαράδεκτοι και η λέξη προσωρινά αποκτούσε κάθε μέρα άλλες έννοιες. έβλεπα τηλεόραση και κοιμόμουν τρομαγμένος και ξυπνούσα ετοιμοθάνατος. έπαιρνα το αυτοκίνητο και έφευγα και άκουγα μουσική και έφτανα και βάραινα. και το βάρος δεν έφευγε. δεν έφευγε.

ερχόσουν και σε έβλεπα για ένα απόγευμα και σε έχανα για μιάμιση μέρα και συνεχίστηκε αλλά ήταν παράξενο. ήταν λίγο. δεν το ήξερα. κρυώναμε στον δρόμο και τρώγαμε και ζεσταινόμασταν και σε κοιτούσα και έκλαιγα και μετά πάλι έφευγες και έμενα πίσω και δεν με έπαιρνε ύπνος.

έμενα πίσω και δεν με έπαιρνε ύπνος.

έφευγα και δεν με έπαιρνε ύπνος.

περπατούσα για λίγο μόνος, πήγαινα σινεμά, έτρωγα και διάβαζα εφημερίδα και κοιτούσα τον ουρανό για μία ώρα συνεχόμενα ή έπαιρνα το αυτοκίνητο και άκουγα μουσική μόνος και μιλούσα με τον εαυτό μου. καθόμουν για ώρες στον υπολογιστή και η διάθεση μου πέθαινε.

και ζεσταινόμουν πιό πολύ και μιλούσαμε και έβλεπα από μακριά τις μεγάλες πόλεις να κάνουν θόρυβο και ήταν τόσο θορυβώδεις που με έπαιρνε ο ύπνος από τη φασαρία. ήταν τόσο δυνατά που δεν άκουγα ούτε τις σκέψεις μου ούτε καν τον ήχο από τα χέρια μου όταν τα έκανα κρακ.

έπαιρνα το τετράδιο μου και έγραφα τις φορές μας μία μία και μετά έσκιζα τις σελίδες και τις κοίταγα και έπαιρνα φόρα και έτρεχα τόσο γρήγορα και κατέβαζα το παντελόνι μου μέσα στο δρόμο και ξέχναγα και προσπαθούσα να ξεχάσω και να ηρεμήσω. αλλά οι ανάσες μου ακυρώνονταν από μόνες τους, σαν να ήθελαν να τρέξουν να φύγουν μακριά μου.

μετά καθόμουν και διάβαζα ένα βιβλίο και έπινα ένα τσάϊ και ήθελα να τα πετάξω όλα από μπροστά μου. μετά περπατούσα και ήθελα να μείνω στο κρεβάτι. μετά κοιμόμουν και ήθελα να κάνω το κεφάλι μου να σταματήσει να κάνει θόρυβο.

και περίμενα και περίμενα και περίμενα και οι αποφάσεις μου μεταμορφώνονταν και είχαν αποκτήσει δικιά τους ζωή πιά όπως και όλα γύρω μου πιά, όλα είχαν αποκτήσει δικιά τους ζωή και μαζί με αυτά και το μυαλό μου, υπήρχαν φορές που το έβλεπα να γλιστράει από τα μάτια μου και να με αφήνει μόνο μου.

και περίμενα να συνηθίσω να είμαι μόνος. και προσπάθησα να συνηθίσω. και προσπάθησα να μάθω να περιμένω. και βρήκα ένα σημείο του εγκεφάλου μου που είναι αδρανές και έμενα εκεί μέσα για μέρες και άκουγα την ησυχία του τρόμου και τρόμαζα και τρόμαζα και ξυπνούσα.

και πού ήμουν ακριβώς? που ακριβώς ήμουν? και γιατί γύρισα? και γιατί επέστρεφα συνέχεια?

6 σχόλια: